- καλόφρων
- καλόφρων, -ονος (AM)αυτός που σκέπτεται καλά, ορθά.[ΕΤΥΜΟΛ. < καλ(ο)-* (< επίρρ. καλά) + -φρων (< φρήν, φρενός), πρβλ. μεγαλό-φρων, υψηλό-φρων].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
καλόφρων — masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καλ(ο) — (AM καλ[ο]·) α συνθετικό πάμπολλων λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής. Τα σύνθ. στα οποία εμφανίζεται είναι στο σύνολό τους σχεδόν προσδιοριστικού τ. (δηλ. το α συνθετικό προσδιορίζει το β συνθετικό, πρβλ. καλό καρδος, καλο τάξιδος) με… … Dictionary of Greek
καλοφροσύνη — καλοφροσύνη, ἡ (Μ) [καλόφρων] (ειρων. για τους αιρετικούς) ορθοφροσύνη, δικαιοφροσύνη, ορθή κρίση … Dictionary of Greek
μωρόφρων — μωρόφρων, ὁ και ἡ (Μ) άνθρωπος ανόητος, μωρός. [ΕΤΥΜΟΛ. < μωρ(ο) * (< μωρός) + φρων (< φρην, φρενός), πρβλ. καλόφρων, μεγαλό φρων] … Dictionary of Greek
φρην — η / φρήν, ενός, ΝΜΑ, και δωρ. τ. φράν Α (λόγιος τ.) 1. συν. στον πληθ. οι φρένες και αἱ φρένες ο νους, ο εγκέφαλος, η διάνοια, το μυαλό, το λογικό 2. φρ. «έξω φρενών» εκτός τού λογικού νεοελλ. φρ. α) «είμαι [ή γίνομαι] έξω φρενών» (για πρόσ.)… … Dictionary of Greek